Το 19ο αιώνα, η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου κίνησε το επιστημονικό ενδιαφέρον για τις διαφορές φύλου. Αυτή η θεωρία προώθησε την άποψη πως οι άνδρες και οι γυναίκες ανέπτυξαν σωματικές και ψυχολογικές διαφορές, οι οποίες τους βοηθούν να λειτουργούν σε συγκεκριμένους ρόλους. Στις μέρες μας η διαφορά των δύο φύλων είναι εξίσου επιστημονικό και πολιτικό θέμα. Με τον όρο «φύλο» αναφερόμαστε στα δύο γένη, το αρσενικό και το θηλυκό και χαρακτηρίζουμε με αυτόν τον όρο τις βιολογικές – σωματικές τους ιδιαιτερότητες. Στη διαφοροποίηση του αρσενικού και του θηλυκού φύλου επιδρούν οι ενδοκρινείς αδένες. Όμως, τα τελευταία χρόνια φάνηκε πως οι βιολογικές διαφορές είναι ελάχιστες και περιορίζονται σε μορφολογικά και λειτουργικά στοιχεία. Από την άποψη της φυσιολογίας φαίνεται πως σε καθένα από τα δύο φύλα συνυπάρχει η γενετήσια ορμόνη του άλλου φύλου, είναι επομένως σεξουαλικά διφυή. Κάποιοι άλλοι ερευνητές υποστηρίζουν πως η διαφορά των δύο φύλων δεν είναι παρά μόνο αποτέλεσμα περιβαλλοντικών και κοινωνικοπολιτισμικών επιδράσεων της αγωγής. Το άτομο δέχεται διάφορες επιδράσεις από το περιβάλλον του και καλείται να «παίξει» το ρόλο του θηλυκού ή του αρσενικού.
Η κατανόηση του φύλου από τα παιδιά
Κρίσιμες ηλικίες για την κατανόηση της έννοιας του φύλου είναι η πρώτη παιδική ηλικία (2-6 ετών) καθώς και η εφηβική ηλικία. Η αναγνώριση του φύλου είναι αποτέλεσμα αντίστοιχης επιλογής (μάθησης) τρόπων συμπεριφοράς. Επομένως, τα αγόρια συμπεριφέρονται διαφορετικά από τα κορίτσια, κι αυτό δεν οφείλεται μόνο σε γενετικούς παράγοντες, αλλά στο γεγονός ότι εμείς τους συμπεριφερόμαστε διαφορετικά. Συγκεκριμένα, οι γονείς επιλέγουν το μπλε χρώμα για τα αγόρια, το ροζ για τα κορίτσια, παντελόνι για τα αγόρια και φούστα για τα κορίτσια αντίστοιχα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, τα κορίτσια να λατρεύουν το ροζ, να παίζουν με κούκλες και να νιώθουν μικρές πριγκίπισσες, ενώ τα αγόρια να παίζουν με σπαθιά. Αυτό όμως είναι κάτι φυσιολογικό και δεν θα πρέπει να ανησυχεί τους γονείς, εφόσον σε αυτή την ηλικία τα παιδιά προσπαθούν να συνειδητοποιήσουν το φύλο τους.
Όπως έχει εξηγήσει ο Bandura (διάσημος ψυχολόγος) στη θεωρία της κοινωνικής μάθησης του ρόλου, η μάθηση του ρόλου γίνεται μέσω της κοινωνικής ενίσχυσης, της ενθάρρυνσης και των αμοιβών που αρχίζει να δέχεται το παιδί για ανάλογη ή μη προς το φύλο του συμπεριφορά. Η ταύτιση και η μάθηση μέσα από την πρότυπη συμπεριφορά ενηλίκων και παιδιών του ίδιου φύλου, βασίζεται στην κατανόηση από τα παιδιά πως ο κόσμος είναι χωρισμένος σε δύο φύλλα και τα ίδια ανήκουν σε ένα από αυτά. Η παλαιότερη και περισσότερο γνωστή ψυχαναλυτική θεωρία του Freud ερμηνεύει τη συμπεριφορά του άνδρα και της γυναίκας ως αποτέλεσμα της ταύτισης του ατόμου με τον ομόφυλο του γονέα και της υιοθέτησης των χαρακτηριστικών για το ρόλο συμπεριφορών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το «οιδιπόδειο σύμπλεγμα» για τα αγόρια και το «σύμπλεγμα της Ηλέκτρας» για τα κορίτσια. Τα κορίτσια αγαπούν τον πατέρα τους και τον θεωρούν ως τον άνδρα της ζωής τους «τον μελλοντικό σύζυγό τους», ενώ τα αγόρια πρέπει να απαγκιστρωθούν από τη μητέρα τους και να ταυτιστούν με τον ρόλο του πατέρα.
Τα στερεότυπα των φύλων
Με το ρόλο των φύλων σχετίζεται και το θέμα «στερεότυπα των φύλων» που θεωρούνται αυτονόητα σε κάθε κοινωνία. Για παράδειγμα τα αγόρια θεωρούνται ζωηρά, επιθετικά, φωνακλάδικα, ανεξάρτητα και ικανά, ενώ τα κορίτσια θεωρούνται ήσυχα, στοργικά υπάκουα και συναισθηματικά. Το ότι όμως, δεν είναι αυτονόητα για κάθε κοινωνία το έδειξαν έρευνες που έγιναν από ανθρωπολόγους και εθνοψυχολόγους. Για παράδειγμα, στη Νέα Γουϊνέα υπάρχουν τρεις φυλές που ζουν ακόμη σε πρωτόγονη κατάσταση. Οι ρόλοι των φύλων διαφέρουν από τον δικό μας κόσμο. Οι γυναίκες εξέφραζαν επιθετικότητα και βίαιη συμπεριφορά, ενώ οι άνδρες ενδιαφέρονταν για τα οικιακά και ήταν στοργικοί και ευαίσθητοι.
Μετά από πολλά χρόνια εντατικής έρευνας, δεν έχουν εντοπιστεί διαφορές φύλου τόσο σημαντικές ώστε να μπορούν να προβλέψουν με σιγουριά τις ιδιαίτερες συμπεριφορές ανδρών και γυναικών. Αυτό σημαίνει πως η καταλληλότητα ενός αρσενικού ή θηλυκού δε θα πρέπει να επηρεάζεται από τις γνωστικές και κοινωνικές διαφορές. Δε θα πρέπει να εξετάζουμε τις γυναίκες ως σύνολο και τους άνδρες ως σύνολο, αλλά θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στις ατομικές διαφορές που είναι πιο σημαντικές από τις ομαδικές. Από την άλλη πλευρά, οι νέες επιστημονικές διαπιστώσεις και τα γνωστά κινήματα για την εδραίωση της ισοτιμίας οδήγησαν στην αλληλοαναγνώριση και στην αλληλοεκτίμηση μεταξύ των δύο φύλων.
Νίνα Καραμολέγκου,MSc
Συμβουλευτική Ψυχολόγος
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xamogelakia.com/news/%CF%80%CF%8C%CF%84%CE%B5-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%B2%CE%B1%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CF%85%CE%BD-%CF%84%CE%B1-%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%AC-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%AD%CE%BD%CE%BD%CE%BF%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%86%CF%8D%CE%BB/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου